8 Ιαν 2010

Νίκος Κακαουνάκης

Ο θάνατος του Νίκου Κακαουνάκη με βρήκε απροετοίμαστη. Το πληροφορήθηκα σχεδόν αμέσως, καθώς εκείνη την ώρα ήμουν μέσα στο facebook, όπου τα νέα διαδίδονται κατά τι πιο αργά από την ταχύτητα του φωτός. Το 2009 έπνεε τα λοίσθια, παρόλα αυτά κατάφερε να γίνει λίγο πιο άχαρο από ότι ήδη ήταν το βράδυ της 30ης Δεκεμβρίου.

Ο θάνατος του Νίκου Κακαουνάκη με βρήκε απροετοίμαστη για δύο λόγους. Πρωτίστως γιατί έφυγε ένας δημοσιογράφος που εκτιμούσα βαθύτατα και που είχα την αίσθηση ότι μιλούσε και ρωτούσε αντ’ εμού. Ήταν το καμάρι της κρητικής γης, με ενδείξεις πιο τρανταχτές καμιά φορά από την προφορά του. Πάλευε, χαιρόταν τη δουλειά του και εγώ ήμουν εκεί για τον απολαμβάνω. Τον απολάμβανα ακόμη και όταν εισχωρούσε σε πεδία γραφικότητας, αλλά αυτό δεν ήταν παρά ένα από τα στοιχεία που τον χαρακτήριζαν και τον καθιστούσαν τόσο συμπαθή στα δικά μου μάτια. Για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, πιθανόν ο σημαντικότερος λόγος που τον εκτιμούσα τόσο πολύ ήταν γιατί θυμάμαι τον παππού μου από κοριτσάκι που ήμουν να τον ακούει με ευλάβεια σχεδόν στον ΣΚΑΙ. Την ώρα της ραδιοφωνικής του εκπομπής αν τολμούσε κανείς να τον διακόψει, θα άκουγε τα εξ αμάξης –και στο σημείο αυτό δηλώνω υπερβολική, αλλά αυτό δεν είναι παρά ένα από τα στοιχεία που με καθιστούν ακαταμάχητη…


Ο δεύτερος λόγος είναι ότι το μοιραίο συνέβη, αν όχι τυπικά, τότε ουσιαστικά στον Ευαγγελισμό. Σε αυτό το υπέροχο αθηναϊκό νοσοκομείο που πιθανολογώ ότι έχει βάλει σκοπό να προστατέψει τον πλανήτη, και δη την Ελλάδα, από τον υπερπληθυσμό. Στον Ευαγγελισμό μπήκε και ο παππούς μου, όπου η όποια πιθανότητα να ξεπεράσει το εγκεφαλικό που υπέστη εξανεμίσθηκε. Λογικό. Όταν σε στοιβάζουν σε ένα δωμάτιο με άλλα επτά άτομα και υγιής να είσαι, δε μπορεί, μια λοιμωξούλα θα την πάθεις, έτσι να σου βρίσκεται. Μην είσαι με άδεια χέρια. Δεν κατηγορώ –μόνο– τους γιατρούς και το νοσηλευτικό προσωπικό. Κατηγορώ και το Υπουργείο Υγείας που δεν έχει κατεδαφίσει αυτό το τόσο ακατάλληλο για νοσοκομείο κτήριο.

Ο θάνατος του Νίκου Κακαουνάκη με βρήκε απροετοίμαστη. Και αν η κηδεία του γινόταν στην Αθήνα θα ήμουν από τους πρώτους που θα πήγαιναν. Όμως επέστρεψε στην Κρήτη, και έτσι έπρεπε. Ο μόνος που χάρηκε φαντάζομαι ήταν ο παππούς μου. Τους φαντάζομαι τον έναν να πίνει το κρασάκι του και τον άλλον τη ρακή του και να τα λένε ήσυχα – ήσυχα. Φωνές αποκλείεται να υπάρξουν σε αυτή τη συζήτηση. Σιγά μη φέρει ο παππούς μου αντίρρηση στον Κακαουνάκη!